Dictionary of Greek. 2013.
ὑγρόδρυα — juices neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρόδρυος — ον, ΜΑ υδατώδης αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑγρόδρυα φυτικοί χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + δρῦς] … Dictionary of Greek